ραχιαίος

ραχιαίος
αία, ο[ν] спинной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ραχιαίος" в других словарях:

  • ραχιαίος — α, ο(ν) / ῥαχιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ράχη ή εντοπίζεται σε αυτήν (α. «ραχιαίος μυς» β. «τοὺς μύας τοὺς ῥαχιαίους», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • ῥαχιαίους — ῥαχιαῖος of the spine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοραχιαίος — α, ο ο σχετικός με το κεφάλι και τη ράχη, τη σπονδυλική στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ραχιαίος (< ῥάχις)]· …   Dictionary of Greek

  • λοφαδίας — και λοφίας, ὁ (Α) ο πρώτος ραχιαίος σπόνδυλος, καθώς και το δέρμα που βρίσκεται πάνω σ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *λοφάς, άδος (ἡ)] …   Dictionary of Greek

  • μασχαλιστήρας — ο (Α μασχαλιστήρ, ῆρος) νεοελλ. ναυτ. 1. το άμβολο, η λαπάτσα 2. σύσπαστο τού οποίου ο τρόχιλος ενώνεται με διπλή αρπάγη για σταθεροποίηση τής άγκυρας στα πλευρά τού πλοίου, κν. πεσκαδούρος αρχ. 1. πλατύς ιμάντας που περιζώνει το άλογο πίσω από… …   Dictionary of Greek

  • ραχικός — ή, ό, Ν ραχιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • υρακοειδή — (hyracidae). Τάξη θηλαστικών, η οποία περιλαμβάνει μικρά ζώα με πυκνό τρίχωμα. Τα μπροστινά τους άκρα είναι τετραδάχτυλα, ενώ τα πίσω τριδάχτυλα. Περπατούν χρησιμοποιώντας ολόκληρο το πέλμα τους (πελματοβάμονα), το οποίο έχει ισχυρούς όγκους, σαν …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»